- καταγράφοντας
- καταγράφωscratchpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
πυκνόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για τον άμεσο προσδιορισμό της απόλυτης πυκνότητας ενός υγρού· είναι γνωστό και ως αραιόμετρο. Αποτελείται βασικά από έναν γυάλινο κοίλο σωλήνα, ο οποίος στο κάτω μέρος έχει μια διόγκωση ερματισμένη με υδράργυρο ή με… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονυσταγμογράφημα — Εξέταση που εντοπίζει και μετρά τον νυσταγμό, καταγράφοντας τις ηλεκτρικές μεταβολές που προκαλεί η κίνηση των ματιών, με τη βοήθεια ηλεκτροδίων τα οποία προσκολλώνται στο δέρμα, κοντά στα μάτια. Ο νυσταγμός είναι μια αντανακλαστική κυκλική,… … Dictionary of Greek
θερμοβαθμίδα — Η βαθμίδα της θερμοκρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα, δηλαδή η μεταβολή της θερμοκρασίας μιας μάζας αέρα ανά μονάδα μήκους. Η θ. θεωρείται ως άνυσμα κάθετο στις ισόθερμες και με φορά από τις υψηλές προς τις χαμηλές θερμοκρασίες. Διακρίνονται οι εξής … Dictionary of Greek
Κεφαλάς, Νικόλαος — (Ζάκυνθος 1770 – Θεσσαλονίκη 1850). Θαλασσοπόρος και τυχοδιώκτης. Ήταν γνωστός και ως καπετάν Κεφαλάς. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας πλοίαρχος που ταξίδεψε στην Αμερική, καταγράφοντας μάλιστα τις εντυπώσεις από την εμπειρία του. Το 1809 εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
Μανάκια, αδελφοί — (Γιάννης Μ., Αβδέλα Γρεβενών, 1878 – Μπίτολα, ΠΔΜ, 1960; και Μίλτος Μ., Αβδέλλα Γρεβενών 1882; –Μπίτολα, ΠΓΔΜ, 1964). Φωτογράφοι και κινηματογραφιστές. Κατάγονταν από μια παλαιά βλαχόφωνη οικογένεια. Ο Γιάννης Μ. τελείωσε το γυμνάσιο στο… … Dictionary of Greek
Μάρος, Βασίλης — (Αθήνα 1929 – 2002). Παραγωγός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε φωτογραφία στη σχολή Μάγιερ, στο Μόναχο και κινηματογράφο στην Ιταλία και την Αγγλία. Εργάστηκε ως φωτορεπόρτερ σε ευρωπαϊκά έντυπα και ως διευθυντής φωτογραφίας σε… … Dictionary of Greek
Μεσιάν, Ολιβιέ — (Eugene Prosper Charles Olivier Messiaen, Αβινιόν 1908 – 1992). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε σύνθεση με τους Μαρσέλ Ντιπρέ και Πολ Ντικά, ενώ πολύ σύντομα επιβλήθηκε ως οργανίστας. Το 1936 ίδρυσε μια μουσική εταιρεία και αναδείχθηκε σε έναν από τους … Dictionary of Greek